- γαλακτοφορία
- γᾰλακτο-φορία, ἡ,A giving milk, BGU 297.14 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαλακτοφορία — η (Α γαλακτοφορία) η παραγωγή, ο σχηματισμός γάλακτος μέσα στους αδένες τών μαστών μετά τον τοκετό … Dictionary of Greek
γαλακτοφορικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη γαλακτοφορία ή που την υποβοηθεί … Dictionary of Greek